- τοξικοφόρος
- η , ο [ος , ον ] ядовитый
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τοξικοφόρος — α, ο, θηλ. και ος, Ν 1. αυτός που έχει τοξική ουσία 2. (για φυτό) αυτός που παράγει τοξική ουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. toxophorous < toxo (< λατ. toxicum «δηλητήριο» < τοξικόν, βλ. λ. τοξικός) + phorous (< φόρος*)] … Dictionary of Greek